- εκατερωσε
- ἑκατέρωσεἑκᾰτέρω-σεadv. в обе стороны Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκατέρωσε — ἑκατέρωσε (Α) επίρρ. 1. προς κάθε ένα χωριστά από τα δύο μέρη 2. στο κάθε μέρος … Dictionary of Greek
ἑκατέρωσε — to either side indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκατέρωσ' — ἑκατέρωσε , ἑκατέρωσε to either side indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)